Οι τίγρεις

Γύρω οι ποδοσφαιριστές λούζουν με σαμπάνια πληθωρικές καλλονές
άνθρωποι ταπεινοί φλέγονται σε μαύρα σπίτια
παιδιά πεθαίνουν κάτω από ερείπια
και οι κόρες ζητιανεύουν για ένα λεπτό συμπόνοιας

Τα στήθη ανοιχτά ελεύθερα να σφίγγουν ό,τι έμμεινε απο ζέστη
το πλήθος μέσα στην βαθιά του αμνησία κινείται σαν άρρωστο σμήνος
οι νέοι άνθρωποι μου κρατούν το χέρι
σαν να μου κρατούν την ίδια την ζωή

Η τραγουδίστρια πνιγμένη στις σκέψεις αποσπαται ,χάνει
ο κόσμος γελά.
Οι τίγρεις (μάνα και κόρη) φοβερές στην όψη ,
όσο τις αποφεύγω με ζυγώνουν
θυμάμαι το γελωτοποιό που μας μαθαίνει να μην δειλιάζουμε.

Τις χαιδεύει ο Νίκος και κοιμάμαι ήσυχος
σχεδόν καμαρώνω
Νιώθω μια ζέστη ασφάλεια να με κουκουλώνει.

-Η κόρη μου, είπα στην δασκάλα
-Η κόρη μου θα με λέει ψυχή,
μην σας φανεί και αυτό περίεργο
μην σας τρομάζει και αυτό
κάντε μια χάρη στον εαυτό σας
και απολαύστε τους ανθρώπους*
θυμηθείτε λιγάκι και σεις τον κλόουν

Η δασκάλα που έπαψε πια να τραγουδά
αποστράφηκε το βλέμμα μου
την ύπαρξή μου όλη άδειασε
μου απάντησε , -καλά.

Το κτίριο τώρα πια καπνίζει.
Τα παιδιά νεκρά
τα όμορφα κορμιά μούσκεμα απ΄την σαμπάνια
τα κορίτσια ανήσυχα
το πλήθος όμοιο με πρίν

τίποτα δεν αλλάζει,
κανείς δεν μ'αποδέχεται σαν μάνα
μόνο σαν πατέρα με θωρούνε
τί ανακυκλωση Θεέ μου
τί τρέλα!

τί τρελοί όλοι
τί τρελοί


*στο κάτω κάτω δεν διαφέρουν απ΄το γάλα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις