Ο Γιατρός



Ήρθε η ώρα να τον επισκεφθώ.

Μπηκα στο σπίτι του.

(Στο βαθύ δωμάτιο.)

Τον αντάμωσα να κλαίει.
μάυρες μασέλες γάλατα
πέφτουν απτα μάτια
σαν σπέρμα πνιγμένο αποτρόπαιο.

Κοντά στο πιάνο
με τα σκιστά σεντόνια
κάθεται

Η 'Αννα..

με την βαλίτσα (μου) στο χέρι
αδημονεί να χάσει το μαρτύριο

-Δεν μπορώ γιατρέ,του αποκρίθηκε
-Είναι πια το κεφάλι μου μεγάλο
τα μάτια μου να κλαίνε
δεν μπορώ.
Ισως και ν'αγαπήσω δεν μπορώ μόνο λυπάμαι.

Οι ρυτίδες του πέφτουν στο χαλί
το μονόκλ ,χάσικο, σπασμένο

Κρέμεται.

Μέσα στην σκληρή  καρέκλα
με την λευκή απόγνωση
καταναλώνεται
θαρρεις πεθαίνει

Δεν έβγαλε άχνα
ήταν μονάχα το κίτρινο φως του δωματίου
που τον έδυε


Κρατούσε στα χέρια ένα χρυσό στεφάνι
χωρίς δαντέλες

σαν νεκρός κοίταζε

την χρυσή μασέλα

το κακιασμένο πιάνο

τα σκοτωμένα γόνατα

το πονεμένο χάδι.

Με κούρασε η άνοιξη
σκέφτηκα για να γλιτώσω

-Με κούρασε η άνοιξη γιατρέ,/σαν να του φώναξα ακούστηκε

-Με κούρασε η άνοιξη

λιγότερο από σένα.










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις