το φαγητό και η τέχνη
Είπα να καταθέσω και εγώ στο φιλόξενο ημερολόγιό σου την ταπεινή μου άποψη ως προς την εκρηκτική άνθιση της μαγειρικής φιλολογίας, η οποία, σημειωτέον, δεν αφορά μόνο τα καθ’ ημάς, αλλά και κάθε σύγχρονη δυτική κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της.
Απλουστεύοντας λοιπόν λίγο τα πράγματα, το φαινόμενο αυτό μοιάζει να συνδέεται με την ειδική φύση του φαγητού, η οποία διατηρεί πλέον σοβαρές ομοιότητες με τη φύση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Γιατί, τι είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένα πιάτο φαγητού; Είναι κάτι το οποίο δημιουργείται προκειμένου να καταβροχθιστεί, και το οποίο εν συνεχεία θα αποβληθεί από τον οργανισμό υπό τη μορφή μίας καφετί άμορφης μάζας.
Είναι συνεπώς εξαιρετικά εντυπωσιακή, όσο και ενδεικτική της πνευματικής αυτοκατανόησης του σύγχρονου δυτικού, η σημασία που αποδίδεται σε κάτι τέτοιο, στο οποίο μάλιστα προσδίδονται πλέον τα χαρακτηριστικά ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Η στάση αυτή δεν προδίδει παρά την πικρή τροπή που έχει πάρει η συλλογική συνείδηση, εφόσον αντανακλά πλέον μία υποκειμενικότητα, η οποία θεωρεί ως πνευματικό δημιούργημά της κάτι το οποίο δεν μπορεί να της αντισταθεί, δεν μπορεί δηλαδή να συνυπάρξει μαζί της επί ίσοις όροις και να τεθεί απέναντί της σε μία διαλεκτική σχέση, σε μία σχέση εννοιακής διαπραγμάτευσης.
Θεωρώ (και πιστεύω ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, όπως εσύ, που συμμερίζονται αυτή τη θέση) ότι ως πνευματικό δημιούργημα του ανθρώπου μπορεί να οριστεί μόνο το ανθεκτικό καθίδρυμα του ανθρώπου, εκείνο το οποίο ο άνθρωπος προικίζει με την απαραίτητη αυτονομία και βιωσιμότητα, προκειμένου να μπορεί να σταθεί απέναντί του ως η σύνθεση ή το «απόσταγμα» της κατανόησής του, της ελπίδας και των φόβων του όσον αφορά τον κόσμο. Το ανθρώπινο πνεύμα υποστασιοποιεί έτσι τον εαυτό του, κατά κάποιον τρόπο τον διπλασιάζει, τον θέτει απέναντί του και ξεκινά μία διαδικασία διαπραγμάτευσης ώστε εν τέλει να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Η τέχνη, όπως και η θέσμιση ή η πρακτική δημιουργία, είναι όλα φορείς αυτής της συνειδησιακής διαδικασίας. Ο άνθρωπος, με πολύ κόπο, δημιουργεί ένα κατά συνθήκη ψεύδος, δηλαδή την ακινητοποίηση σε ένα κατανοητικό είδωλο, εκείνου που στην πραγματικότητα αποτελεί κατ’ εξοχήν μία κινούμενη δύναμη: του ανθρώπινου πνεύματος.
Μία κοσμοθεώρηση λοιπόν, η οποία ανάγει μία μερίδα φαγητού σε καλλιτεχνικό δημιούργημα, δεν είναι παρά η έκφραση μίας παρηκμασμένης και ανίσχυρης υποκειμενικότητας, η οποία φοβάται πια τα αυθεντικά δημιουργήματά της, διότι δεν αντέχει να αναλάβει το βάρος της αυτοσυνειδησίας της. Ως εκ τούτου, προτιμά να βαφτίζει ως «τέχνη» το απολύτως εφήμερο, αυτό το οποίο μπορεί απευθείας να καταναλωθεί χωρίς καμμία αντίσταση και να αποβληθεί ως νεκρή μάζα.
«Τέχνη» είναι πλέον ό,τι μπορεί να καταναλωθεί εύκολα από τον άνθρωπο – και, εξίσου εύκολα, να καταναλώνει τον άνθρωπο.
Ερωτευμένο κυκλάμινο
(απόσπασμα)
Απλουστεύοντας λοιπόν λίγο τα πράγματα, το φαινόμενο αυτό μοιάζει να συνδέεται με την ειδική φύση του φαγητού, η οποία διατηρεί πλέον σοβαρές ομοιότητες με τη φύση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Γιατί, τι είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένα πιάτο φαγητού; Είναι κάτι το οποίο δημιουργείται προκειμένου να καταβροχθιστεί, και το οποίο εν συνεχεία θα αποβληθεί από τον οργανισμό υπό τη μορφή μίας καφετί άμορφης μάζας.
Είναι συνεπώς εξαιρετικά εντυπωσιακή, όσο και ενδεικτική της πνευματικής αυτοκατανόησης του σύγχρονου δυτικού, η σημασία που αποδίδεται σε κάτι τέτοιο, στο οποίο μάλιστα προσδίδονται πλέον τα χαρακτηριστικά ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Η στάση αυτή δεν προδίδει παρά την πικρή τροπή που έχει πάρει η συλλογική συνείδηση, εφόσον αντανακλά πλέον μία υποκειμενικότητα, η οποία θεωρεί ως πνευματικό δημιούργημά της κάτι το οποίο δεν μπορεί να της αντισταθεί, δεν μπορεί δηλαδή να συνυπάρξει μαζί της επί ίσοις όροις και να τεθεί απέναντί της σε μία διαλεκτική σχέση, σε μία σχέση εννοιακής διαπραγμάτευσης.
Θεωρώ (και πιστεύω ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, όπως εσύ, που συμμερίζονται αυτή τη θέση) ότι ως πνευματικό δημιούργημα του ανθρώπου μπορεί να οριστεί μόνο το ανθεκτικό καθίδρυμα του ανθρώπου, εκείνο το οποίο ο άνθρωπος προικίζει με την απαραίτητη αυτονομία και βιωσιμότητα, προκειμένου να μπορεί να σταθεί απέναντί του ως η σύνθεση ή το «απόσταγμα» της κατανόησής του, της ελπίδας και των φόβων του όσον αφορά τον κόσμο. Το ανθρώπινο πνεύμα υποστασιοποιεί έτσι τον εαυτό του, κατά κάποιον τρόπο τον διπλασιάζει, τον θέτει απέναντί του και ξεκινά μία διαδικασία διαπραγμάτευσης ώστε εν τέλει να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Η τέχνη, όπως και η θέσμιση ή η πρακτική δημιουργία, είναι όλα φορείς αυτής της συνειδησιακής διαδικασίας. Ο άνθρωπος, με πολύ κόπο, δημιουργεί ένα κατά συνθήκη ψεύδος, δηλαδή την ακινητοποίηση σε ένα κατανοητικό είδωλο, εκείνου που στην πραγματικότητα αποτελεί κατ’ εξοχήν μία κινούμενη δύναμη: του ανθρώπινου πνεύματος.
Μία κοσμοθεώρηση λοιπόν, η οποία ανάγει μία μερίδα φαγητού σε καλλιτεχνικό δημιούργημα, δεν είναι παρά η έκφραση μίας παρηκμασμένης και ανίσχυρης υποκειμενικότητας, η οποία φοβάται πια τα αυθεντικά δημιουργήματά της, διότι δεν αντέχει να αναλάβει το βάρος της αυτοσυνειδησίας της. Ως εκ τούτου, προτιμά να βαφτίζει ως «τέχνη» το απολύτως εφήμερο, αυτό το οποίο μπορεί απευθείας να καταναλωθεί χωρίς καμμία αντίσταση και να αποβληθεί ως νεκρή μάζα.
«Τέχνη» είναι πλέον ό,τι μπορεί να καταναλωθεί εύκολα από τον άνθρωπο – και, εξίσου εύκολα, να καταναλώνει τον άνθρωπο.
Ερωτευμένο κυκλάμινο
(απόσπασμα)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου