Το κορίτσι από το σφιγμένο σπίτι.
Το κορίτσι από το σφιγμένα σπίτι
Το κορίτσι από το σφιγμένο σπιτι ήταν πανέμορφο. Πανέμορφο και τετράγωνο. Όπως και το σφιγμένο σπιτι πριν από πολλά χρόνια. Τώρα , όλο το χωριό μιλούσε για το παράξενο σπίτι. Η εσωτερική πίεση και η απουσία οξυγόνου είχαν συμπιέσει προς το εσωτερικό τα πάντα με τρόπο τέτοιο που άρχισε να μην υπάρχει χώρος. Όχι μόνο αυτό, αλλά και οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν αποκολληθεί και είχαν με έναν παράδοξο τρόπο πλησιάσει ο ένας τον άλλον , στραβά και άγαρμπα δίνοντας στο σπίτι αυτήν την παράξενη μορφή. Τώρα πια ήταν ένα παράξενο σπίτι. Μπλε. Με στραβούς τοίχους σαν να το είχε σφίξει με μανία και να το είχε τσαλακώσει ένα ουράνιο χέρι.
Το όμορφο κορίτσι έπρεπε να χωρά εκεί. Ο μπαμπάς της ένα όμορφος και δυνατός άντρας κάθε μέρα ρουφούσε όλον τον αέρα του σπιτιού. Η μαμά της το ίδιο, αυτή λιγότερο όμορφη και λιγότερο δυνατή ρουφούσε ο,τι έμενε από τον άντρα της και το υπόλοιπο οξυγόνο έφτανε ίσα ίσα για τα παιδιά τους για να ανασανουνε.
Ένιωθε πολύ άσχημα το κορίτσι από το σφιγμένο σπιτι. Όχι μόνο γιατί ειχε μεγάλη δυσκολία και δεν μπορούσε καλά καλά να αναπνεύσει, αλλά ακόμα περισσότερο επειδή δεν μπορούσε να βρει παρέα. Όλοι στο χωριό την κοίταζαν με κακό ματι-ξερετε πως είναι τα χωριά - και είτε την ζήλευαν για την ομορφιά της , είτε την κακολογουσαν για την κατάσταση στο σπίτι της. Η ίδια το μόνο που ήθελε ήταν παρέα. Ήταν μόνη.
Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τον Θεό. Έκανε την προσευχή της και ζήτησε μια φιλία.
'Αλλά μια φιλία αληθινή θέλω θε μου', του είπε, όχι πάλι να με πειράζουν και να με διαβάλουν πίσω από την πλάτη μου. Δεν είχε όμως καταλάβει πως ο Θεός της είχε αποκλειστικά απασχοληθεί από τον μπαμπά της. Άκουγε πιο πολύ αυτόν, λιγότερο την μαμά της και όσος χρόνος και κουράγιο έμενε άκουγε και λίγο αυτήν και τα αδέρφια της.
Αποφάσισε τότε να πάει στην εξοχή. Έφτασε σε ένα μεγάλο δέντρο στην μέση του δάσους και κάθισε να ξαποστάσει. Τότε έγινε κάτι μοναδικό. Η αύρα και η δροσιά του δάσους με την πυκνή σκιά την χαλάρωσαν και άρχισε να κλαίει. Να κλαίει και να κλαίει τόσο η καημένη που άρχισαν τα μάτια της να βγάζουνε ποτάμια. Δεν ήξερε καν γιατί είχε τόσο πολύ κλάμα. Μυξες, δάκρυα ,σάλια, ιδρώτας, μαλλιά και μάτια είχαν γίνει ένα.
Έκλαιγε ασταμάτητα.
Εκείνη την στιγμή μακρυά πίσω στο χωριό , ο μπαμπάς της είχε μόλις γυρίσει από την δουλειά και είχε κάτσει να φάει. Μέσα στην στρεβλή κουζίνα, ανάμεσα στους στραβους τοίχους, δίπλα στον μαύρο νεροχύτη και απέναντι από την χαμογελαστή και σιωπηλή γυναίκα.
Όσο η μικρή εκλαιγε τόσο άλλαζε ο χώρος. Έπεφταν μόνα τους μπουκάλια από το ράφι, δεν έκλεινε η βρύση, ένα κομμάτι από τον σοβά έπεσε πάνω στο πεντακάθαρο τραπέζι και άλλα τέτοια μικρά αλλά πολλά.
Καθώς έτρωγε την σούπα του ο πατέρας της γυρισε στην μάνα της και της ρώτησε πού είναι η μικρή. Εκείνη έκανε πως συγυριζει το τραπέζι και αποκρίθηκε πως η μικρή προσεύχεται και πήγε στην εκκλησία.
Απόρησε ο πατέρας. Τι συμβαίνει; όσο έκλαιγε η μικρή άρχισαν να τρέμουνε οι σκάλες, τα κοράκια έξω από το χωλ κοίταζαν το ένα το άλλο με απορία και φόβο. Όσο έκλαιγε η μικρή η θάλασσα της γέμιζε. Τα κλαδιά από τα δέντρα με μια λεπτή κίνηση γεμάτη ευγένεια άρχισαν να αποτραβιούνται από το σπίτι. Όσο έκλαιγε η μικρή το σπίτι άλλαζε . Ξέπεφτε το μπλε χρώμα από τον τοίχο και έβγαινε ένα λυπημένο χρώμα ξύλου. Η μαμά της έδειχνε όσο αδιάφορη αληθινά ήταν , το ίδιο και τα αδέρφια της. Όσο έκλαιγε η μικρή το σπίτι άλλαζε όψη, οι τοίχοι ισιωναν, το χωλ μεγάλωνε, η κουζίνα φώτιζε και τα δωμάτια έκαναν πέρα το ένα από το άλλο. Όσο έκλαιγε η μικρή το δωμάτιο της κάηκε. Το πάτωμα του σαλονιού έγινε άμμος. Η τηλεόραση έβγαζε φωνές και η μαμά έτρωγε ότι έβρισκε μπροστά της. Όσο έκλαιγε η μικρή ένα μαύρο χώμα σα σύννεφο κυνηγά τον πατέρα της. Εκείνος αδυνατεί να σφίξει. Αδυνατεί να πει. Ούτε άχνα. Όσο έκλαιγε η μικρή τα παιδιά έφυγαν από το σπίτι, η μικρή της αδερφή άνοιξε το βλέμμα της ψηλά και επέτρεψε στον ουρανό να μπει στα μάτια της και ο αδερφός της έτρεχε γυμνός στους δρόμους.
Όσο έκλαιγε η μικρή το χωριό γκρεμίστηκε. Μια γιαγιά φώναζε από ψηλά "ημαρτον" " ημαρτον θεέ μου!" Και οι υπόλοιποι άνθρωποι δειλοί μιλάνε για το κακό μελέτι.
Όσο έκλαιγε η μικρή τα βουνά του δάσους έσμιγαν, τα φυτά στα πόδια της γελούσαν και έπιναν γλυκό νερό. Τα σκουλήκια και τα έντομα χάιδευαν τα πόδια της και πάνω στο κεφάλι της έκανε χαρές μια κάμπια. Όσο έκλαιγε η μικρή ηρέμησε. Άνοιξε τα μάτια της και γέλασε. Τόσο με τα σκουλήκια , όσο και με την κάμπια. Σήκωσε τα μάτια της ψηλά και αγκάλιασε το δέντρο, έτρεξε κάτω στο χωριό και είδε το μαύρο χάλι .
Έκανε ένα βήμα πίσω και σκέφτηκε να μην γυρίσει. Σκούπισε τα μούτρα της και πήγε. Πήγε να βοηθήσει τον μπαμπά, την μαμά και τα αδέρφια της να ξαναχτίσουν το σπίτι. Είχε ένα πρόσωπο που έλαμπε και δεκάδες φίλους να την περιμένουν και εναν βήχα φρικτό. Δυσοίωνο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου